περιοδευτικός

περιοδευτικός
-ή, -ό / περιοδευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [περιοδεύω]
1. ο σχετικός με την περιοδεία ή με αυτόν που περιοδεύει
αρχ.
1. ο ικανός να περιλάβει σύνολο γνώσεων και παρατηρήσεων («ψυχικὰς κινήσεις τῶν ἰδίως καλουμένων μαθημάτων περιοδευτικάς», Πτολεμ.)
2. (για ιατρ. θεραπεία) συστηματικός
3. αυτός που επανέρχεται κατά περιόδους
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περιοδευτικά
η έκθεση με τις παρατηρήσεις επόπτη που περιοδεύει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιοδευτικούς — περιοδευτικός of a masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοδευτικάς — περιοδευτικά̱ς , περιοδευτικός of a fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”